κοιμητικῶς

κοιμητικῶς
κοιμητικῶς
sleepily
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοιμητικώς — κοιμητικῶς (Α) επίρρ. 1. νυσταλέα, νυστάζοντας 2. φρ. «κοιμητικώς ἔχω» α) θέλω να κοιμηθώ β) νυστάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιμῶμαι, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *κοιμητικός] …   Dictionary of Greek

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”